ζυγωματικά — τα οστά του κρανίου, τα μήλα του προσώπου: Οι Μογγόλοι έχουν εξογκωμένα ζυγωματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
ζυγωματικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο ζύγωμα (βλ. λ.) του κρανίου: Ζυγωματικά οστά. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ζυγωματικά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζυγωματικός — ή, ό χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών στοιχείων τού προσώπου (α. «ζυγωματικά οστά» ζεύγος τετράπλευρων οστών τής άνω γνάθου που βρίσκονται το καθένα στις δύο πλάγια τού προσώπου και αποτελούν το υπόθεμα τών λεγόμενων μήλων β. «ζυγωματικός μυς» γ … Dictionary of Greek
ζύγωμα — το (AM ζύγωμα, ατος) [ζυγώ, όω] νεοελλ. 1. συνένωση, προσαρμογή («το ζύγωμα τών κομματιών τής μηχανής») 2. (για πρόσ. ή χρονικές εποχές ή εορτές) προσέγγιση, πλησίασμα («το ζύγωμα τής Λαμπρής») 3. το πεδίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο κορυφές… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
μακροσκελίδες — (macroscelidae). Οικογένεια θηλαστικών, η οποία αρχικά κατατασσόταν στην τάξη των εντομοφάγων, ενώ πλέον σχηματίζει ξεχωριστή τάξη· διαφέρουν από τα εντομοφάγα στο ότι έχουν πλήρη ακουστικά οστάρια, μεγάλα ζυγωματικά οστά και σχετικά μικρούς… … Dictionary of Greek
ακρομεγαλία — Ασθένεια που οφείλεται σε υπερβολική έκκριση σωματοτρόπου ορμόνης από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης και χαρακτηρίζεται από αύξηση του όγκου σε όλους τους ιστούς, τους μυς, τα οστά κλπ., ιδιαίτερα όμως στα ακραία τμήματα των χεριών, των ποδιών και … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek